παρασιτικά

παρασιτικά
επίρρ. τροπ., σε βάρος κάποιου σαν παράσιτο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παρασιτισμός — Είδος συμβίωσης μεταξύ ενός φυτικού ή ζωικού οργανισμού, ο οποίος λέγεται παράσιτο, και ενός άλλου, του ξενιστή, από τον οποίο ο πρώτος αντλεί τουλάχιστον ένα μέρος από τις θρεπτικές ουσίες που του είναι αναγκαίες για να ζει. Ωστόσο, η συμβίωση… …   Dictionary of Greek

  • μαστιγοφόρα ή μαστιγωτά — Ομοταξία πρωτοζώων, που χαρακτηρίζονται από την παρουσία ενός ή περισσότερων μαστιγίων ως οργανίδια κίνησης, τουλάχιστον σε κάποιο στάδιο της ζωής τους. Τα μ. θεωρούνται τα πιο πρωτόγονα από όλες τις ομάδες των πρωτοζώων. Αποτελούν έναν σύνδεσμο… …   Dictionary of Greek

  • εμβλαστάνω — (AM ἐμβλαστάνω) (για παρασιτικά φυτά) ριζοβολώ και αυξάνομαι παρασιτικά μέσα ή πάνω σε άλλο φυτό …   Dictionary of Greek

  • ριπιφόρος — (rhipiphorus). Γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας των ριπιφορίδων. Έχουν πολύ μικρά έλυτρα, που αφήνουν τις φτερούγες ακάλυπτες. Ζουν παρασιτικά μέσα στις φωλιές των σφηκών και οι προνύμφες τους τρέφονται από εκείνες των οικιστών τους. * * …   Dictionary of Greek

  • αιματοπινίδες — Έντομα ημίπτερα του γένους των ψειρών. Πρόκειται για παράσιτα, των οποίων τα τσιμπήματα προκαλούν έντονη φαγούρα. Τα έντομα αυτά έχουν ρύγχος μεγάλο και γαμψό με το οποίο τρυπούν το δέρμα του θύματός τους, ενώ με την προβοσκίδα τους ρουφούν το… …   Dictionary of Greek

  • βαλαντίδιο — (balantidium). Γένος βλεφαριδωτών πρωτόζωων της οικογένειας των βαλαντιιδών. Ζουν παρασιτικά στο πεπτικό σύστημα θηλαστικών και πολλές φορές του ανθρώπου. Είναι μονοκύτταροι μικροσκοπικοί οργανισμοί (0,1 0,5 χιλιοστά) ελλειψοειδούς σχήματος, με… …   Dictionary of Greek

  • διστομίδες — (distomidae). Οικογένεια τρηματοειδών πλατυέλμινθων σκουληκιών, που περιλαμβάνει τα παρασιτικά σκουλήκια. Τα κυριότερα γνωρίσματα των σκουληκιών της οικογένειας αυτής είναι το λογχοειδές μακρύ τους σώμα με δύο εκμυζητικά όργανα, ένα στοματικό και …   Dictionary of Greek

  • Αμφίποδα — (amphipoda).Επιστημονική ονομασία αρθρoπόδων μαλακοστράκων που ζουν στις θάλασσες, στις λίμνες, στους ποταμούς, σε αμμώδεις ακτές, σε σπήλαια και σε υγρά μέρη πολλών τροπικών νησιών. Είναι γνωστά περίπου 4.600 είδη. Αφθονούν σε ορισμένες ακτές σε …   Dictionary of Greek

  • Πιερίδες — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Εννέα θνητές κόρες του βασιλιά της Πιερίας, Πιέρου, και της Ευδίππης. Είχαν συναγωνιστεί τις Μούσες σε ένα διαγωνισμό τραγουδιού στον Ελικώνα και είχαν νικηθεί. Οι θεοί τις λυπήθηκαν και τις μεταμόρφωσαν σε πουλιά …   Dictionary of Greek

  • έλμινθες — (helminthes). Γένος σκουληκιών, του αθροίσματος των νηματωδών, της οικογένειας των ασκαριδών. Στο γένος αυτό ανήκουν πολυάριθμα είδη, που ζουν παρασιτικά στα έντερα του ανθρώπου ή διαφόρων ζώων. Οι έ. προκαλούν την πάθηση του πεπτικού σωλήνα που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”